ἡλιοκαΐα

ἡλιοκαΐα
ἡλιο-κᾰΐα, ,
A sun-burning, exposure to the sun, D.L.7.1 (pl.), Paul.Aeg.3.6(pl.), Phlp.in Ph. 60.13, in GC148.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἡλιοκαία — ἡλιοκαίᾱ , ἡλιοκαία sun burning fem nom/voc/acc dual ἡλιοκαίᾱ , ἡλιοκαία sun burning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιοκαίᾳ — ἡλιοκαίᾱͅ , ἡλιοκαία sun burning fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιοκαΐα — ἡλιοκαΐα, ἡ (Α) [ηλιοκαής] η έκθεση στον ήλιο …   Dictionary of Greek

  • ἡλιοκαίας — ἡλιοκαίᾱς , ἡλιοκαία sun burning fem acc pl ἡλιοκαίᾱς , ἡλιοκαία sun burning fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιοκαίαν — ἡλιοκαίᾱν , ἡλιοκαία sun burning fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιοκαίαις — ἡλιοκαία sun burning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • υπερφλέγω — ΜΑ [φλέγω] καταφλέγω, κατακαίω (α. «ὑπερφλέγοντος τοῡ θυμοῡ τὴν καρδίαν», Πρόδρ. β. «ὅταν ἐν ἡλιοκαΐᾳ ὑπερφλεχθείη ἡ κεφαλή», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”